首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
θήλαστρο
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
近義詞
希臘語
编辑
名詞
编辑
θήλαστρο
(
thílastro
)
n
(复数
θήλαστρα
)
吸乳器
奶瓶
變格
编辑
θήλαστρο的變格
單數
複數
主格
θήλαστρο
•
θήλαστρα
•
屬格
θηλάστρου
•
θηλάστρων
•
賓格
θήλαστρο
•
θήλαστρα
•
呼格
θήλαστρο
•
θήλαστρα
•
近義詞
编辑
μπιμπερό
n
(
bimperó
)