θρησκεία
古希臘語
编辑其他寫法
编辑詞源
编辑源自θρησκεύω (thrēskeúō, “崇拜,舉行宗教儀式”)。
發音
编辑- (公元前5世紀,阿提卡) 國際音標(幫助): /tʰrɛːs.kěː.aː/
- (公元1世紀,通用) 國際音標(幫助): /tʰre̝sˈki.a/
- (公元4世紀,通用) 國際音標(幫助): /θrisˈci.a/
- (公元10世紀,拜占庭) 國際音標(幫助): /θrisˈci.a/
- (公元10世紀,君士坦丁堡) 國際音標(幫助): /θrisˈci.a/
名詞
编辑θρησκείᾱ (thrēskeíā) f (屬格 θρησκείᾱς); 一類變格
變格
编辑格 / # | 單數 | 雙數 | 複數 | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
主格 | ἡ θρησκείᾱ hē thrēskeíā |
τὼ θρησκείᾱ tṑ thrēskeíā |
αἱ θρησκεῖαι hai thrēskeîai | ||||||||||
屬格 | τῆς θρησκείᾱς tês thrēskeíās |
τοῖν θρησκείαιν toîn thrēskeíain |
τῶν θρησκειῶν tôn thrēskeiôn | ||||||||||
與格 | τῇ θρησκείᾳ têi thrēskeíāi |
τοῖν θρησκείαιν toîn thrēskeíain |
ταῖς θρησκείαις taîs thrēskeíais | ||||||||||
賓格 | τὴν θρησκείᾱν tḕn thrēskeíān |
τὼ θρησκείᾱ tṑ thrēskeíā |
τᾱ̀ς θρησκείᾱς tā̀s thrēskeíās | ||||||||||
呼格 | θρησκείᾱ thrēskeíā |
θρησκείᾱ thrēskeíā |
θρησκεῖαι thrēskeîai | ||||||||||
注意: |
|
相關詞彙
编辑- ἐθελοθρησκεία f (ethelothrēskeía)
- ἑτερόθρησκος (heteróthrēskos)
- θρήσκευμα n (thrḗskeuma)
- θρήσκευσις f (thrḗskeusis)
- θρησκευτήριον n (thrēskeutḗrion)
- θρησκευτής m (thrēskeutḗs)
- θρησκεύω (thrēskeúō)
- θρήσκια n 複 (thrḗskia)
- θρῆσκος (thrêskos, “religious”)
- θρησκώδης (thrēskṓdēs)
- ἱεροθρησκεία f (hierothrēskeía)
- συνθρησκευτής m (sunthrēskeutḗs)
- συνθρησκεύω (sunthrēskeúō)
- ὑπερθρησκεύω (huperthrēskeúō)
拓展閱讀
编辑- “θρησκεία”, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
- “θρησκεία”, in Liddell & Scott (1889年) An Intermediate Greek–English Lexicon,New York:Harper & Brothers
希臘語
编辑詞源
编辑發音
编辑名詞
编辑θρησκεία (thriskeía) f (复数 θρησκείες)
變格
编辑θρησκεία的變格
同類詞彙
编辑- πίστη f (písti, “信仰”)
相關詞彙
编辑- άθρησκος (áthriskos, “不信教的”)
- αλλόθρησκος (allóthriskos)
- ανεξιθρησκία f (anexithriskía, “宗教寬容”)
- ανεξίθρησκος (anexíthriskos, “宗教寬容的”)
- αντιθρησκευτικός (antithriskeftikós, “反宗教的”)
- αντίθρησκος (antíthriskos, “反宗教的”)
- ηθικοθρησκευτικός (ithikothriskeftikós)
- θρησκειολογία f (thriskeiología, “宗教研究”)
- θρησκειολόγος m 或 f (thriskeiológos)
- θρήσκευμα n (thrískevma)
- θρησκεύομαι (thriskévomai)
- θρησκευτικά f 複 (thriskeftiká)
- θρησκευτικός (thriskeftikós, “宗教的”)
- θρησκευτικότητα f (thriskeftikótita)
- θρησκεύω (thriskévo)
- θρησκόληπτος (thriskóliptos)
- θρησκοληψία f (thriskolipsía)
- θρήσκος (thrískos, “虔誠的”)
- ομόθρησκος (omóthriskos, “相同宗教的”)