ινσουλίνη
希臘語
编辑名詞
编辑ινσουλίνη (insoulíni) f (复数 ινσουλίνες)
- 〈生/化/医〉 胰島素
變格
编辑ινσουλίνη的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ινσουλίνη • | ινσουλίνες • |
屬格 | ινσουλίνης • | ινσουλινών • |
賓格 | ινσουλίνη • | ινσουλίνες • |
呼格 | ινσουλίνη • | ινσουλίνες • |
ινσουλίνη (insoulíni) f (复数 ινσουλίνες)
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ινσουλίνη • | ινσουλίνες • |
屬格 | ινσουλίνης • | ινσουλινών • |
賓格 | ινσουλίνη • | ινσουλίνες • |
呼格 | ινσουλίνη • | ινσουλίνες • |