希臘語

编辑

名詞

编辑

κίτρινο (kítrinon (复数 κίτρινα)

  1. 黃色

變格

编辑

相關詞彙

编辑

形容詞

编辑

κίτρινο (kítrino)

  1. κίτρινος (kítrinos)主格賓格呼格單數中性形式。