καθαιρόμενος

古希臘語 编辑

發音 编辑

 

分詞 编辑

κᾰθαιρόμενος (kathairómenosm (陰性 κᾰθαιρομένη,中性 κᾰθαιρόμενον); 第一類/第二類

  1. καθαίρω (kathaírō)現在時中動態分詞

變格 编辑