καρβονικό οξύ

希臘語 编辑

名詞 编辑

καρβονικός οξύ (karvonikós oxýn (复数 καρβονικά οξέα)

  1. (有機化學) 羧酸
    Το αιθανικό οξύ είναι ένα καρβονικό οξύ.
    To aithanikó oxý eínai éna karvonikó oxý.
    乙酸屬於一種羧酸

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

拓展閱讀 编辑