καρδιά
希臘語
编辑詞源
编辑源自中古希臘語(發生音變),源自古希臘語 καρδία (kardía),源自原始印歐語 *ḱḗr。
與意大利希臘語 cardia、馬里烏波爾希臘語 кардъи́я (karðíja)同源。
發音
编辑名詞
编辑καρδιά (kardiá) f (复数 καρδιές)
變格
编辑καρδιά的變格
派生詞
编辑- καρδιοπάθεια f (kardiopátheia, “心臟病”)
- καρδιακή προσβολή f (kardiakí prosvolí, “心臟病”)
- με όλη μου την καρδιά (me óli mou tin kardiá, “全心全意”)
參見
编辑- κούπα f (koúpa, “紅心,紅桃”)