κατεψυγμένος

希臘語 编辑

詞源 编辑

源自中古希臘語 κατεψυγμένος (katepsugménos)καταψύκω (katapsúkō)的完成分詞。

形容詞 编辑

κατεψυγμένος (katepsygménosm (陰性 κατεψυγμένη,中性 κατεψυγμένο)

  1. 冷凍的,冰凍

變格 编辑

相關詞彙 编辑