首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
καύση
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
近義詞
1.1.3
派生詞
希臘語
编辑
名詞
编辑
καύση
(
káfsi
)
f
(复数
καύσεις
)
燃燒
(
化學
)
放熱
反應
變格
编辑
καύση的變格
單數
複數
主格
καύση
•
καύσεις
•
屬格
καύσης
•
καύσεως
•
καύσεων
•
賓格
καύση
•
καύσεις
•
呼格
καύση
•
καύσεις
•
近義詞
编辑
ανάφλεξη
f
(
anáflexi
)
派生詞
编辑
μηχανή εσωτερικής καύσης
f
(
michaní esoterikís káfsis
,
“
內燃機
”
)