κεχριμπαρένιος

希臘語 编辑

形容詞 编辑

κεχριμπαρένιος (kechrimparéniosm (陰性 κεχριμπαρένια,中性 κεχριμπαρένιο)

  1. 琥珀
    κεχριμπαρένιες χάντρεςkechrimparénies chántres琥珀

變格 编辑

相關詞彙 编辑