κοινοβούλιο
希臘語
编辑名詞
编辑κοινοβούλιο (koinovoúlio) n (复数 κοινοβούλια)
變格
编辑κοινοβούλιο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | κοινοβούλιο • | κοινοβούλια • |
屬格 | κοινοβουλίου • | κοινοβουλίων • |
賓格 | κοινοβούλιο • | κοινοβούλια • |
呼格 | κοινοβούλιο • | κοινοβούλια • |
近義詞
编辑- βουλή f (voulí)