古希臘語

编辑

發音

编辑

形容詞

编辑

μέλανος (mélanos)

  1. μέλᾱς (mélās)陽性/中性屬格單數

名詞

编辑

μέλανος (mélanos)

  1. μέλαν (mélan)屬格單數