μελιτζανοσαλάτα

希臘語

编辑

詞源

编辑

μελιτζάνα (melitzána, 茄子) +‎ σαλάτα (saláta, 沙拉)

名詞

编辑

μελιτζανοσαλάτα (melitzanosalátaf (复数 μελιτζανοσαλάτες)

  1. 茄泥

變格

编辑