希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 μετάξιον (metáxion)μέταξα (métaxa)的指小詞。

名詞 编辑

μετάξι (metáxin (复数 μετάξια)

  1. (紡織品) 絲綢

變格 编辑