μεταλλουργία

希臘語

编辑

名詞

编辑

μεταλλουργία (metallourgíaf (复数 μεταλλουργίες)

  1. (冶金學) 冶金學

變格

编辑

相關詞彙

编辑

參見

编辑

延伸閱讀

编辑