首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
μοσχάρι
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
同類詞彙
希臘語
编辑
名詞
编辑
μοσχάρι
(
moschári
)
n
(复数
μοσχάρια
)
牛犢
變格
编辑
μοσχάρι的變格
單數
複數
主格
μοσχάρι
•
μοσχάρια
•
屬格
μοσχαριού
•
μοσχαριών
•
賓格
μοσχάρι
•
μοσχάρια
•
呼格
μοσχάρι
•
μοσχάρια
•
同類詞彙
编辑
參見:
αγελάδα
f
(
ageláda
,
“
母牛
”
)