希臘語 编辑

詞源 编辑

源自中古希臘語 μουστάκιον (moustákion),源自古希臘語 μύστᾱξ (mústāx)的指小詞 + 後綴 -άκι(ον)

名詞 编辑

μουστάκι (moustákin (复数 μουστάκια)

  1. 鬍鬚

變格 编辑

同類詞彙 编辑

相關詞彙 编辑