μπαγιάτικος

希臘語 编辑

詞源 编辑

源自土耳其語 bayat +‎ -ικος (-ikos),源自鄂圖曼土耳其語 بیات (bayat),源自阿拉伯語 بَائِت (bāʔit)。對比中古希臘語 μπαγιάτι (mpagiáti)

發音 编辑

形容詞 编辑

μπαγιάτικος (bagiátikosm (陰性 μπαγιάτικη,中性 μπαγιάτικο)

  1. 新鮮的,發霉
  2. 陳舊的,過時

變格 编辑