μποτίλια
希臘語
编辑詞源
编辑發音
编辑名詞
编辑μποτίλια (botília) f (复数 μποτίλιες)
變格
编辑μποτίλια的變格
近義詞
编辑派生詞彙
编辑- μποτιλιάρισμα n (botiliárisma, “交通堵塞”)
- μποτιλιάρω (botiliáro, “製造交通堵塞”)
延伸閱讀
编辑- μποτίλια in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.