μυθιστοριογράφος

希臘語 编辑

名詞 编辑

μυθιστοριογράφος (mythistoriográfosm f (复数 μυθιστοριογράφοι)

  1. 小說家

變格 编辑

相關詞彙 编辑

拓展閱讀 编辑