希臘語 编辑

詞源 编辑

源自德語 Nazist

名詞 编辑

ναζιστής (nazistísm (复数 ναζιστές,阴性 ναζίστρια)

  1. 納粹主義男性

變格 编辑

相關詞彙 编辑

延伸閱讀 编辑