νηπιαγωγείο

希臘語 编辑

名詞 编辑

νηπιαγωγείο (nipiagogeíon (复数 νηπιαγωγεία)

  1. (教育) 幼兒園託兒所

變格 编辑

派生詞 编辑

拓展閱讀 编辑