νομικό πρόσωπο

希臘語

编辑

名詞

编辑

νομικό πρόσωπο (nomikó prósopon (复数 νομικά πρόσωπα)

  1. (法律) 法人

變格

编辑

參見νομικός (nomikós)πρόσωπο (prósopo)

參見

编辑

拓展閱讀

编辑