希臘語

编辑

詞源

编辑

繼承古希臘語 νωθρότης (nōthrótēs),等價於 νωθρός (nothrós, 懶散的,懶惰的) +‎ -ότητα (-ótita)

名詞

编辑

νωθρότητα (nothrótitaf (复数 νωθρότητες)

  1. 懶散懶惰
    近義詞: απραγμοσύνη (apragmosýni)ραθυμία (rathymía)

變格

编辑

參見

编辑