希臘語 编辑

詞源 编辑

源自通用希臘語 ξενιστής (xenistḗs),等同於ξενίζω (xenízo, 歡迎陌生人) +‎ -ιστής (-istís)

名詞 编辑

ξενιστής (xenistísm (复数 ξενιστές)

  1. (生物學) 宿主

變格 编辑

同類詞彙 编辑

對比

拓展閱讀 编辑