ξιφολόγχη
希臘語
编辑詞源
编辑ξίφος (xífos, “劍”) + λόγχη (lónchi, “長矛”)
名詞
编辑ξιφολόγχη (xifolónchi) f (复数 ξιφολόγχες)
變格
编辑ξιφολόγχη的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ξιφολόγχη • | ξιφολόγχες • |
屬格 | ξιφολόγχης • | ξιφολογχών • |
賓格 | ξιφολόγχη • | ξιφολόγχες • |
呼格 | ξιφολόγχη • | ξιφολόγχες • |
近義詞
编辑- μπαγιονέτα f (bagionéta)
相關詞彙
编辑- 參見:ξίφος n (xífos, “劍”)