ολόασπρος
希臘語
编辑其他寫法
编辑- όλασπρος (ólaspros)
詞源
编辑ολό- (oló-, “完全”) + άσπρος (áspros, “白色的”)
發音
编辑形容詞
编辑ολόασπρος (olóaspros) m (陰性 ολόασπρη,中性 ολόασπρο)
變格
编辑 ολόασπρος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ολόασπρος • | ολόασπρη • | ολόασπρο • | ολόασπροι • | ολόασπρες • | ολόασπρα • |
屬格 | ολόασπρου • | ολόασπρης • | ολόασπρου • | ολόασπρων • | ολόασπρων • | ολόασπρων • |
賓格 | ολόασπρο • | ολόασπρη • | ολόασπρο • | ολόασπρους • | ολόασπρες • | ολόασπρα • |
呼格 | ολόασπρε • | ολόασπρη • | ολόασπρο • | ολόασπροι • | ολόασπρες • | ολόασπρα • |
近義詞
编辑- κάτασπρος (kátaspros)
- κατάλευκος (katálefkos)
- ολόλευκος (olólefkos)
- πάλλευκος (pállefkos)
反義詞
编辑- κατάμαυρος (katámavros, “漆黑的,烏黑的”)
- πάμμαυρος (pámmavros, “漆黑的,烏黑的”)
- ολόμαυρος (olómavros, “漆黑的,烏黑的”)