ολόκληρος
希臘語
编辑其他寫法
编辑詞源
编辑源自古希臘語 ὁλόκληρος (holóklēros)。等同於ὅλος (hólos, “全部,整個”) + κλῆρος (klêros, “許多”)。
發音
编辑形容詞
编辑ολόκληρος (olókliros) m (陰性 ολόκληρη,中性 ολόκληρο)
變格
编辑 ολόκληρος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ολόκληρος • | ολόκληρη • | ολόκληρο • | ολόκληροι • | ολόκληρες • | ολόκληρα • |
屬格 | ολόκληρου • | ολόκληρης • | ολόκληρου • | ολόκληρων • | ολόκληρων • | ολόκληρων • |
賓格 | ολόκληρο • | ολόκληρη • | ολόκληρο • | ολόκληρους • | ολόκληρες • | ολόκληρα • |
呼格 | ολόκληρε • | ολόκληρη • | ολόκληρο • | ολόκληροι • | ολόκληρες • | ολόκληρα • |
相關詞彙
编辑- όλος (ólos, “全部,整個”)
參考資料
编辑- ↑ Dimitrakos, Dimitrios B. (1964年) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (希臘語),Athens:Hellenic Paideia