ορθογώνιος
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 ὀρθογώνιος (orthogṓnios, “直角的”)。
形容詞
编辑ορθογώνιος (orthogónios) m (陰性 ορθογώνια,中性 ορθογώνιο)
變格
编辑 ορθογώνιος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ορθογώνιος • | ορθογώνια • | ορθογώνιο • | ορθογώνιοι • | ορθογώνιες • | ορθογώνια • |
屬格 | ορθογώνιου • | ορθογώνιας • | ορθογώνιου • | ορθογώνιων • | ορθογώνιων • | ορθογώνιων • |
賓格 | ορθογώνιο • | ορθογώνια • | ορθογώνιο • | ορθογώνιους • | ορθογώνιες • | ορθογώνια • |
呼格 | ορθογώνιε • | ορθογώνια • | ορθογώνιο • | ορθογώνιοι • | ορθογώνιες • | ορθογώνια • |
派生詞
编辑- ορθογώνιο τρίγωνο n (orthogónio trígono, “直角三角形”)
- ορθογώνιο παραλληλόγραμμο n (orthogónio parallilógrammo, “矩形”)
拓展閱讀
编辑- ορθογώνιος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.