首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
οροσειρά
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
近義詞
1.1.3
相關詞彙
希臘語
编辑
名詞
编辑
οροσειρά
(
oroseirá
)
f
(复数
οροσειρές
)
(
地理學
)
山脈
變格
编辑
οροσειρά的變格
單數
複數
主格
οροσειρά
•
οροσειρές
•
屬格
οροσειράς
•
οροσειρών
•
賓格
οροσειρά
•
οροσειρές
•
呼格
οροσειρά
•
οροσειρές
•
近義詞
编辑
βουνοσειρά
f
(
vounoseirá
)
(
較少用
)
相關詞彙
编辑
參見:
όρος
n
(
óros
,
“
山
”
)