源自古希臘語 οὐρανός (ouranós, “天空”) + τόξον (tóxon, “弓”)。
ουράνιο τόξο (ouránio tóxo) n (复数 ουράνια τόξα)
參見ουράνιος (ouránios)、τόξο (tóxo)