παραλληλόγραμμο
希臘語 编辑
名詞 编辑
παραλληλόγραμμο (parallilógrammo) n (复数 παραλληλόγραμμα)
- (幾何學) 平行四邊形
變格 编辑
παραλληλόγραμμο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | παραλληλόγραμμο • | παραλληλόγραμμα • |
屬格 | παραλληλογράμμου • | παραλληλογράμμων • |
賓格 | παραλληλόγραμμο • | παραλληλόγραμμα • |
呼格 | παραλληλόγραμμο • | παραλληλόγραμμα • |
參見 编辑
- τετράγωνο m (tetrágono, “四邊形”)