περιορισμένος

希臘語 编辑

詞源 编辑

περιορίζομαι (periorízomai) 的完成分詞περιορίζω (periorízo)的被動形。

發音 编辑

  • 國際音標(幫助)/pe.ɾi.o.ɾiˈzme.nos/
  • 斷字:πε‧ρι‧ο‧ρι‧σμέ‧νος

分詞 编辑

περιορισμένος (periorisménosm (陰性 περιορισμένη,中性 περιορισμένο)

  1. 有限

變格 编辑

派生詞 编辑