περιορισμένος
希臘語 编辑
詞源 编辑
περιορίζομαι (periorízomai) 的完成分詞,περιορίζω (periorízo)的被動形。
發音 编辑
分詞 编辑
περιορισμένος (periorisménos) m (陰性 περιορισμένη,中性 περιορισμένο)
- 有限的
變格 编辑
περιορισμένος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | περιορισμένος • | περιορισμένη • | περιορισμένο • | περιορισμένοι • | περιορισμένες • | περιορισμένα • |
屬格 | περιορισμένου • | περιορισμένης • | περιορισμένου • | περιορισμένων • | περιορισμένων • | περιορισμένων • |
賓格 | περιορισμένο • | περιορισμένη • | περιορισμένο • | περιορισμένους • | περιορισμένες • | περιορισμένα • |
呼格 | περιορισμένε • | περιορισμένη • | περιορισμένο • | περιορισμένοι • | περιορισμένες • | περιορισμένα • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο περιορισμένος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο περιορισμένος) |
派生詞 编辑
- εταιρεία περιορισμένης ευθύνης f (etaireía periorisménis efthýnis, “有限責任公司”)