希臘語 编辑

詞源 编辑

ποδό- (podó-, ) +‎ γύρος (gýros, 邊沿)

發音 编辑

  • IPA(幫助)/poˈðo.ʝi.ɾos/
  • 斷字:πο‧δό‧γυ‧ρος

名詞 编辑

ποδόγυρος (podógyrosm (复数 ποδόγυροι)

  1. 裙擺
  2. (口語, 引申) 女性

變格 编辑