ποντικοπαγίδα

希臘語 编辑

詞源 编辑

ποντικός (pontikós, ) +‎ παγίδα (pagída, 陷阱,圈套)

名詞 编辑

ποντικοπαγίδα (pontikopagídaf (复数 ποντικοπαγίδες)

  1. 捕鼠器

變格 编辑