πραξικόπημα

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自πράξη (práxi) +‎ κόπτω (kópto)

發音

编辑

名詞

编辑

πραξικόπημα (praxikópiman (复数 πραξικοπήματα)

  1. 政變

變格

编辑

拓展閱讀

编辑