προγεγενημένος

古希臘語

编辑

發音

编辑
 

分詞

编辑

προγεγενημένος (progegenēménosm (陰性 προγεγενημένη,中性 προγεγενημένον); 第一類/第二類

  1. προγίγνομαι (progígnomai)完成時中間態分詞

變格

编辑