ραδιενεργός
希臘語
编辑形容詞
编辑ραδιενεργός (radienergós) m (陰性 ραδιενεργός 或 ραδιενεργή,中性 ραδιενεργό)
變格
编辑 ραδιενεργός 的變格
近義詞
编辑- ακτινενεργός f (aktinenergós) (不太常見的術語)
派生詞彙
编辑- ραδιενέργεια f (radienérgeia, “放射性”)
- ραδιενεργά απόβλητα n 複 (radienergá apóvlita, “放射性廢料”)
- ραδιενεργό νέφος n (radienergó néfos, “放射性沉降物”)