首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
σέλα
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
名詞
1.2.1
變格
1.2.2
相關詞彙
希臘語
编辑
詞源
编辑
源自
通用希臘語
σέλλα
(
sélla
)
,源自
拉丁語
sella
,源自
原始意大利語
*sedlā
,源自
原始印歐語
*sed-
。
名詞
编辑
σέλα
(
séla
)
f
(复数
σέλες
)
鞍
近義詞:
εφίππιο
(
efíppio
)
(自行車、摩托車的)
車座
變格
编辑
σέλα的變格
單數
複數
主格
σέλα
•
σέλες
•
屬格
σέλας
•
σέλών
•
賓格
σέλα
•
σέλες
•
呼格
σέλα
•
σέλες
•
相關詞彙
编辑
διάσελο
(
diáselo
)
σέλωμα
(
séloma
)
σελώνω
(
selóno
)
σελωτός
(
selotós
)