σαββατοκύριακο

希臘語 编辑

其他寫法 编辑

詞源 编辑

源自 Σάββατο (Sávvato, 星期六) +‎ Κυριακή (Kyriakí, 星期日)

發音 编辑

名詞 编辑

σαββατοκύριακο (savvatokýriakon (复数 σαββατοκύριακα)

  1. 週末

變格 编辑

近義詞 编辑

關聯詞 编辑

ημέρες της εβδομάδας f  (iméres tis evdomádas, 一週各天)