首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
σαλόνι
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
相關詞彙
希臘語
编辑
名詞
编辑
σαλόνι
(
salóni
)
n
(复数
σαλόνια
)
客廳
,
接待室
,
休息室
(
汽車的
)
客座
變格
编辑
σαλόνι的變格
單數
複數
主格
σαλόνι
•
σαλόνια
•
屬格
σαλονιού
•
σαλονιών
•
賓格
σαλόνι
•
σαλόνια
•
呼格
σαλόνι
•
σαλόνια
•
相關詞彙
编辑
σαλοτραπεζαρία
f
(
salotrapezaría
,
“
客廳
”
)