希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 σελίς (selís)

發音

编辑

名詞

编辑

σελίδα (selídaf (复数 σελίδες)

  1. 書頁
  2. (網際網路) 網頁
    κύρια σελίδαkýria selída

變格

编辑

派生詞

编辑