σιτοβολώνας

希臘語 编辑

名詞 编辑

σιτοβολώνας (sitovolónasm (复数 σιτοβολώνες)

  1. 穀倉糧倉
  2. (比喻義) 糧食出產多的地方
    Η Μανιτόμπα είναι ο σιτοβολώνας του Καναδά.
    I Manitómpa eínai o sitovolónas tou Kanadá.
    曼尼托巴是加拿大的糧倉

變格 编辑

相關詞彙 编辑