希臘語

编辑

詞源

编辑

源自中古希臘語 σκυλίον (skulíon),源自古希臘語 σκύλος (skúlos);參見σκύλαξ (skúlax)。也參見σκυλάκι (skyláki)

馬里烏波爾希臘語 щилы́同源。

發音

编辑

名詞

编辑

σκυλί (skylín (复数 σκυλιά,阳性 σκύλος,阴性 σκύλα)

  1. Canis lupus familiaris
    Στο πάρκο βλέπεις πάντα πολλά σκυλιά.
    Sto párko vlépeis pánta pollá skyliá.
    你總能在公園裡見到成群的
  2. (貶義比喻義) 粗野無禮的人
    Μην αφήσεις αυτό το σκυλί κοντά στα παιδιά σου!
    Min afíseis aftó to skylí kontá sta paidiá sou!
    別讓那傢伙接近你的小孩!
  3. (比喻義) 孜孜不倦工作的人
    Αυτή είναι σκυλί στη δουλειά της.
    Aftí eínai skylí sti douleiá tis.
    她工作真是孜孜不倦。

變格

编辑

派生詞

编辑

相關詞彙

编辑

參見

编辑

拓展閱讀

编辑