σκυλί
希臘語
编辑詞源
编辑源自中古希臘語 σκυλίον (skulíon),源自古希臘語 σκύλος (skúlos);參見σκύλαξ (skúlax)。也參見σκυλάκι (skyláki)。
發音
编辑名詞
编辑σκυλί (skylí) n (复数 σκυλιά,阳性 σκύλος,阴性 σκύλα)
- 狗 (Canis lupus familiaris)
- Στο πάρκο βλέπεις πάντα πολλά σκυλιά.
- Sto párko vlépeis pánta pollá skyliá.
- 你總能在公園裡見到成群的狗。
- (貶義,比喻義) 粗野無禮的人
- Μην αφήσεις αυτό το σκυλί κοντά στα παιδιά σου!
- Min afíseis aftó to skylí kontá sta paidiá sou!
- 別讓那傢伙接近你的小孩!
- (比喻義) 孜孜不倦工作的人
- Αυτή είναι σκυλί στη δουλειά της.
- Aftí eínai skylí sti douleiá tis.
- 她工作真是孜孜不倦。
變格
编辑派生詞
编辑- σκυλάκι n (skyláki, “小狗”, 指小詞)
- σκυλίσιος (skylísios, “犬的”)
- σκυλάδικο n (skyládiko, “下等夜總會”)
- σκυλάς m (skylás, “下等夜總會上的歌手”)
- σκυλιάζω (skyliázo, “狂怒”)
- σκύλιασμα n (skýliasma, “暴怒”)
- σκυλο- (skylo-)
- σκυλοβαριέμαι (skylovariémai, “無聊”)
- πεθαίνω σαν το σκυλί (pethaíno san to skylí, “慘死”)
- κακό σκυλί ψόφο δεν έχει (kakó skylí psófo den échei, “壞人命長”, 字面意思是“壞狗不死”)
- τρώγονται σαν τα σκυλιά (trógontai san ta skyliá, “激烈爭吵”, 字面意思是“像狗一樣互相咬對方”)
- ρεζίλι των σκυλιών (rezíli ton skylión, “笑柄”)
- σκυλοβρίζω (skylovrízo, “痛罵”)
- σκυλοβρίσιμο n (skylovrísimo)
- σκυλόδοντο n (skylódonto, “犬牙”)
- σκυλοκαβγάς m (skylokavgás)
- σκυλολόι n (skylolói)
- σκυλομούρης m (skylomoúris, “醜陋的”)
- σκυλοπνίχτης m (skylopníchtis, “有沉沒危險的船隻”)
- σκυλόψαρο n (skylópsaro, “角鯊”)
相關詞彙
编辑- σκύλος (skýlos)
參見
编辑- ζαγάρι n (zagári, “獵犬”)
拓展閱讀
编辑- Σκύλος在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el
- σκυλί in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.