σούρουπο
希臘語
编辑詞源
编辑源自συν (syn) + ρύπος (rýpos) + -ο (-o)。
名詞
编辑σούρουπο (soúroupo) n (复数 σούρουπα)
變格
编辑σούρουπο的變格
同類詞彙
编辑- αυγή f (avgí, “黎明”)
- μισοσκόταδο n (misoskótado, “黃昏”)
- χάραμα n (chárama, “黎明”)
- χαραυγή f (charavgí, “黎明”)
拓展閱讀
编辑- σούρουπο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.