σπιτάκι
希臘語
编辑詞源
编辑發音
编辑名詞
编辑σπιτάκι (spitáki) n (复数 σπιτάκια)
- σπίτι (spíti, “房屋,家”) 的指小詞
- 1960, “Δραπετσώνα [Drapetsona]”, Tassos Leivaditis 作詞, Mikis Theodorakis 作曲, 演出者 Grigoris Bithikotsis:
- Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
- Ach, to spitáki mas, ki aftó eíche psychí.
- 哦,我們的小屋,它也有靈魂。
變格
编辑派生詞
编辑- σπίτι μου, σπιτάκι μου (spíti mou, spitáki mou, “在家千日好”, 字面意思是“我的房子,我的小房子”)
反义词
编辑- σπιταρόνα f (spitaróna) (增義)