σπιτικός
希臘語
编辑其他寫法
编辑- σπιτήσιος (spitísios)
詞源
编辑σπίτι (spíti, “房屋,家”) + -ικός (-ikós)
發音
编辑形容詞
编辑σπιτικός (spitikós) m (陰性 σπιτική,中性 σπιτικό)
- 家的
- σπιτική ατμόσφαιρα ― spitikí atmósfaira ― 溫馨的氣氛
- σπιτική ζωή ― spitikí zoḯ ― 家庭生活
- σπιτικές δουλειές ― spitikés douleiés ― 家務
- 自製的
- σπιτικό φαγητό ― spitikó fagitó ― 自製食品
變格
编辑 σπιτικός 的變格
派生詞
编辑- σπιτικό n (spitikó, “家庭,一家人”)