στατιστικές

希臘語

编辑

形容詞

编辑

στατιστικές (statistikés)

  1. στατιστικός (statistikós)主格賓格呼格複數陰性形式。

名詞

编辑

στατιστικές (statistikésf

  1. στατιστική (statistikí)主格賓格呼格複數形式。