σταχτοδοχείο

希臘語 编辑

名詞 编辑

σταχτοδοχείο (stachtodocheíon (复数 σταχτοδοχεία)

  1. 煙灰缸

變格 编辑

近義詞 编辑

拓展閱讀 编辑