希臘語

编辑

發音

编辑

形容詞

编辑

στενό (stenó)

  1. στενός (stenós)賓格單數陽性形式。
  2. στενός (stenós)主格賓格呼格單數中性形式。

名詞

编辑

στενό (stenón (复数 στενά)

  1. 小路小巷 (尤指村中小路)
  2. (航海) 水道海峽
    近義詞:πορθμός (porthmós)

變格

编辑